Αγάπη ως το τέλος (Part 3)

depression

(προηγούμενο)

Όμως, το παράξενο  ήταν, ότι κάθε νύχτα ο κύριος «Συγγραφέας» πήγαινε, – με μαθηματική ακρίβεια – στη μία η ώρα ακριβώς, να δουλέψει σ’ αυτό το μικρό και αστείο γραφείο, με το λιγοστό φως. Φυσικά, ο Παύλος που είχε μάθημα τα πρωινά, δεν είχε κάτσει ποτέ να ξαγρυπνήσει, για να δει μέχρι τι ώρα κάθεται και δουλεύει αυτή η μυστηριώδης σιλουέτα… Πολλές φορές πάντως, όταν ξύπναγε το πρωί για να πάει στο σχολείο του, τον είχε δει να εργάζεται με αυτήν την τρομερή μανία και τον ζήλο που είχε και το βράδι όταν ξεκινούσε. Επίσης, ένα άλλο παράξενο στην όλη ιστορία, ήταν το γεγονός ότι το παντζούρι, έξω από το παράθυρο παρέμενε ανοιχτό μέρα – νύχτα, χειμώνα – καλοκαίρι, λες και ο ιδιοκτήτης του είχε, έτσι απλά, ξεχάσει την ύπαρξη του. Όπως και να ‘χει όμως, αυτή η ιδιόμορφη κατάσταση έδινε στον Παύλο μια μοναδική ευκαιρία να παρατηρεί τον παράξενο αυτό φίλο του, που τόσο πολύ του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.

«Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που κρατούσε ξάγρυπνο τις νύχτες τον κύριο “Συγγραφέα”?», σκεφτόταν συχνά. «Αν έγραφε απλά κάποιο μυθιστόρημα, αυτό κάποια στιγμή δεν έπρεπε να τελειώσει? Μήπως βρίσκεται σε περίοδο τεράστιας έμπνευσης και γράφει περισσότερα του ενός βιβλία? Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να έχει ενδιαφέρον η υπόθεση» έλεγε και ξαναέλεγε συνεχώς, στον εαυτό του.

Εκείνο όμως που προκαλούσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον Παύλο, ήταν πως ο μυστηριώδης κύριος «Συγγραφέας» και η τόσο σημαντική ασχολία του, ίσως ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα ενός ανθρώπου, που φαινόταν ικανοποιημένος (τουλάχιστον εξωτερικά) κάνοντας κάτι το οποίο δεν σχετιζόταν άμεσα με οτιδήποτε το κοινωνικό. Ίσως είχε δηλαδή καταφέρει να αναπτύξει, μία μορφή αυτονομίας, ασχολούμενος με κάτι που τον ενδιαφέρει σε υπερθετικό βαθμό, μειώνοντας έτσι την ανάγκη του, για κοινωνικές επαφές. Ειδικά αυτό το τελευταίο, ήταν κάτι που περιτρυγίριζε στο μυαλό του εδώ και καιρό.

Η ανάγκη αυτή της αυτονομίας είχε δημιουργηθεί στον Παύλο από δύο, εξίσου σημαντικές, παραμέτρους. Η πρώτη, ήταν η – κοινωνικά συχνή – τάση αυτονόμησης από την οικογένεια, που προκαλείται στους νέους σε μετα-εφηβική ηλικία. Κοινώς, ο Παύλος, ένοιωθε ότι είχε έρθει, εκείνη η μεγάλη ώρα να φύγει από το πατρικό του και να ζήσει μόνος του. Έτσι, πίστευε πως θα είχε την δυνατότητα να αναλάβει αρκετές σημαντικές ευθύνες και να καταφέρει να ωριμάσει και να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο όσο βρισκόταν υπό την σκέπη και την επιρροή της οικογένειας του.

Από την άλλη, το γεγονός ότι ο αδερφός του, αν και μεγαλύτερος, έμενε ακόμα στο σπίτι, δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, για τον Παύλο. Ίσα ίσα που ο Παύλος ένοιωθε πως ο αδερφός του ήταν αρκετά ανώριμος για την ηλικία του, κάτι που δεν θα ήθελε να συμβεί στον ίδιο σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, του άρεσε το γεγονός ότι ο αδερφός του ήταν πάρα πολύ αγαπητός στις παρέες του και είχε απίστευτη πέραση στις γυναίκες, αλλά αντιδρούσε κάθετα με την άστατη ζωή του. «Παρά είσαι χύμα, ρε Νίκο» του έλεγε συχνά πυκνά. Εκείνος όμως πάντοτε του απαντούσε κάπως έτσι: «Μικρέ, διασκέδασε τώρα που μπορείς και άσε τις έννοιες για αργότερα».

Όμως ο μικρός ήθελε να έχει τάξη στη ζωή του. Σ’ αυτό είχε πάρει περισσότερο από τη μητέρα του, που ότι κατάφερε στη ζωή της – μεταξύ αυτών και το πτυχίο της ιατρικής – το πέτυχε οργανώνοντας όσο καλύτερα γίνεται τις σκέψεις και τις πράξεις της. Εν αντιθέσει, ο πατέρας του Παύλου – από τον οποίο πήρε περισσότερο ο Νικόλας – ήταν ο ορισμός του χάους και της απροβλεψιμότητας, διαποτισμένης όμως σε όλες τα εκφάνσεις της, με ισχυρή δόση λογικής. Έμοιαζε σαν ωρολογιακή βόμβα με χαλασμένο χρονοδιακόπτη. Εκείνος, πίστευε ότι λειτουργούσε ρολόι, αλλά όλοι οι υπόλοιποι φοβόντουσαν την τυχαία εκείνη στιγμη που θα εκραγεί. Γι’ αυτό και ο Παύλος συνήθιζε να του λέει, πως είναι προβλέψιμα απρόβλεπτος. Λογική και Χάος. Πολύ κακός μπελάς…

(συνεχίζεται…)