Αγάπη ως το τέλος (Part 7)

anger

(προηγούμενο)

Αντίθετα, αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, άρχισε να νιώθει χλωμός και να χάνει η γη κάτω από τα πόδια του. Ανήμπορος να σταθει, έγειρε και ακούμπησε στο πρώτο δέντρο που βρήκε μπροστά του, για να μην σωριαστεί λιπόθυμος στο πάτωμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και να μουδιάζουν. Δεν ήταν όμως τόσο τα σωματικά συμπτώματα που τον είχαν μετατρέψει σε στήλη άλατος, όσο αυτή η τρομακτική στιγμιαία πνευματική νέκρωση που υπέστη. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τι έπρεπε να κάνει? Τι έπρεπε να πει? Να της μιλούσε? Να την έβριζε? Ή απλά να σηκωνόταν και να έφευγε? Το κεφάλι του ήταν άδειο, όπως το απόλυτο κενό και η Αθήνα τον Αύγουστο. Άδειο και βαρύ. Εκείνη τη στιγμή, το μυαλό του ήταν περισσότερο εμπόδιο, παρά οτιδήποτε άλλο. Βλέπετε, δεν του είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν κι έτσι δεν είχε να πιαστεί από την σωτήρια σανίδα της εμπειρίας. Παράλληλα, άρχιζε να πλημμυρίζει με όλο και περισσότερα έντονα αρνητικά συναισθήματα, τα οποία αναμειγνύονταν ψυχρά μεταξύ τους, αδιαφορώντας για το ανυπόφορο ψυχολογικό μείγμα που δημιουργούσαν.

Πρώτα, ήρθε η έκπληξη και η απορία. Ύστερα ο θυμός, που αν και αρχικά οφειλόταν αποκλειστικά σ’ εκείνη, γρήγορα στράφηκε και προς τον εαυτό του. Τον εαυτό του, που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι άνθρωπο είχε τόσο καιρό απέναντι του. Στη συνέχεια, ο θυμός άρχισε να μετατρέπεται σε παθιασμένο μίσος, τόσο γι’ αυτήν την ξεδιάντροπη – πρώην αγαπημένη του – , όσο και για τον άλλο τον παλιοκαριόλη που ήταν μαζί της. Ειδικά για τον τελαυταίο, ο Παύλος ήταν πεπεισμένος ότι αναζητούσε τη λεία του σε πρόσφατους χωρισμούς και λοιπές ευάλωτες καταστάσεις. Γι’ αυτό και τον μίσησε αυτοστιγμής…

Για την ακρίβεια, νόμιζε ότι αισθανόταν μίσος για τον άλλον. Στην πραγματικότητα, αισθανόταν πολύ πιο ισχυρά συναισθήματα. Τον κατέκλυζαν η ζήλεια και ο φθόνος. Άλλωστε, είναι αδύνατο να μισήσεις κάποιον άγνωστο, χωρίς λόγο. Όταν όμως, αυτός ο άγνωστος έχει κάτι για το οποίο θα έδινες και την ψυχή σου προκειμένου να τ’ αποκτήσεις, τότε είναι πολύ εύκολο, όχι μόνο να τον μισήσεις, αλλά και να τον φθονήσεις. Ακόμα και θανάσιμα.

Αυτές οι μαύρες εικόνες και αρκετές ακόμα, πολύ χειρότερες, βασίλευαν στο σώμα και την ψυχή του Παύλου, του οποίου το μυαλό θόλωνε ολοένα και περισσότερο, ώσπου έφτασε στο τέλος να μοιάζει με πηχτή ομίχλη των Άλπεων. Κάπου εδώ τον συνάντησε και τον κυρίευσε και ο φόβος. Φόβος για το αύριο. Φόβος για τη συνέχεια. Η Αριστέα είχε κάνει το αποφασιστικό βήμα. Δεν υπήρχε χώρος για επιστροφή στον παλιό καλό καιρό και της θερμής σχέσης τους. Δεν υπήρχε ελπίδα να ξαναγίνουν όλα όπως πριν. Ο Παύλος ήταν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Έτοιμο να κάψει με την πηχτή μολυσμένη λάβα του, οτιδήποτε συναντούσε στο διάβα του. Σ’ αυτές ακριβώς τις έντονες συναισθηματικές πλημμύρες, είναι που πνίγεται αβοήθητη και η παραμικρή εναπομείνουσα φωνή της λογικής. Τι κι αν ουρλιάζει δυνατά μ’ όλες της τις δυνάμεις? Είναι φωνή βωόντος εν τη ερήμω. Μιας ερήμου καμωμένης από καταιγίδες, ανεμοθύελλες, απότομες μεταβολές θερμοκρασίας και ακραία καιρικά φαινόμενα. Μιας ερήμου καμωμένης από τις πιο πρωτόγονες και ενστικτώδεις αντιδράσεις για την αυτοπροστασία του εγώ μας. Μιας ερήμου καμωμένης από συναισθήματα.

Έτσι και ο Παύλος. Δεν σκεφτόταν πλέον λογικά. Η μόνη σκηνή πού έβλεπε ολοζώντανα μπροστά του, ήταν μία αποτρόπαια εικόνα στην οποία πρωταγωνιστούσε. Πρώτα, έκοβε με μανία το λαιμό του, μέχρι να αποκολληθεί το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα και στη συνέχεια το πέταγε με όλη του τη δύναμη πάνω στο ανυποψίαστο ζευγάρι. Είδε αρκετές φορές αυτή την εικόνα μέχρι που την ένιωσε στο πετσί του. Ακολούθησε κενό…Τα μάτια του, που ήταν ήδη βουρκωμένα από τα νεύρα, πλημμύρισαν με δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό του. Ήταν η πρώτη φορά που σκεφτόταν να βλάψει τον εαυτό του. Η σκέψη αυτή, τον έκανε να αισθανθεί και το τελευταίο αρνητικό συναίσθημα, που δεν είχε κάνει την εμφάνιση του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τον πόνο…

(συνεχίζεται…)